Φωλιάζουν στις πλαγιές του Μερτζάν, του Ταχτάκαλε και του Μπέγιαζιτ, ανάμεσα στο Μεγάλο Παζάρι και την Αγορά των Μπαχαρικών του Εμίνονου.
Η λέξη χάνι στην Ελλάδα χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του πανδοχείου. Προέρχεται από την περσική λέξη khaane, που σημαίνει σπίτι και χώρος.
Το χάνι πρόσφερε κατάλυμα στους εμπόρους των καραβανιών αλλά και χώρο σταβλισμού για τις καμήλες και αποθήκευσης για τα προϊόντα τους, ενώ λειτουργούσε και ως χώρος χονδρεμπορίου όταν βρισκόταν μέσα στην πόλη. Σε κάθε μουσουλμανική πόλη τα χάνια είναι σε κοντινή απόσταση από τα παζάρια: οι έμποροι που πωλούσαν λιανική στα παζάρια προμηθεύονταν τα αγαθά από τα χάνια.
Κάθε χάνι ειδικευόταν σε συγκεκριμένα προϊόντα. Παραδοσιακά αποτελείται από μια σειρά κελιών γύρω από μια ευρύχωρη κεντρική αυλή, στο κέντρο της οποίας στέκεται πολλές φορές ένα μικρό τέμενος και μία κρήνη. Κάθε χάνι διέθετε και ευρύχωρη κουζίνα. Το συγκρότημα κάλυπτε όλες τις ανάγκες των εμπόρων κατά τη σύντομη, συνήθως, διαμονή τους.
Τα κελιά γύρω από την αυλή απλώνονται συνήθως σε δύο ή τρεις ορόφους. Σε εκείνα του ισογείου, που δεν έχουν παράθυρα, σταβλίζονταν τα ζώα των εμπόρων και αποθηκεύονταν τα προϊόντα. Τα κελιά των ορόφων λειτουργούσαν ως υπνοδωμάτια ή γραφεία εμπόρων και μεσαζόντων. Καθένα διέθετε και τζάκι, για την απαραίτητη θέρμανση στον παγωμένο χειμώνα της Πόλης. Στα τζάκια αυτά οφείλεται η παρέλαση από κομψές καμινάδες που στολίζουν τις σκεπές των οθωμανικών χανιών, ενώ μικροί τρούλοι στεφανώνουν τα κελιά.
Η παντοκρατορία των χανιών έφτασε στο τέλος της με την εμφάνιση του ατμόπλοιου και του σιδηρόδρομου. Ο εκσυγχρονισμός του τρόπου μεταφοράς και αποθήκευσης των προϊόντων έδωσε τέλος στον πανδοχειακό και αποθηκευτικό χαρακτήρα των χανιών, που μετατράπηκαν σε χώρους εργασίας, στεγάζοντας βιοτεχνίες, γραφεία, καταστήματα και επαγγελματικά εργαστήρια.
Τα χάνια είναι πολύτιμοι οδηγοί στην προσπάθειά μας να φανταστούμε πώς έμοιαζε η βυζαντινή Πόλη.Ενα από τα εντυπωσιακότερα χάνια, και από τα λίγα που έχουν ανακαινιστεί, βρίσκεται στις παρυφές του Μεγάλου Παζαριού. Το Ζιντζιρλί Χαν, βαμμένο σε εντυπωσιακό κεραμιδί χρώμα, φιλοξενεί στο ισόγειο καταστήματα χαλιών. Στους ορόφους του, όμως, στεγάζονται τεχνίτες, ανάμεσά τους Αρμένιοι κοσμηματοπώλες.
Από τα εργαστήρια του Ζιντζιρλί Χαν, αυτό που αξίζει να επισκεφτεί κανείς είναι η βιοτεχνία του Οχάννες Μουρατιάν, ο οποίος φτιάχνει μετάλλια και σφραγίδες. Ο πατέρας του είναι Αρμένιος, η μητέρα του Ρωμιά, οπότε μιλάει και ελληνικά. «Το γράμμα δύσκολα είναι, άμα διαβάζω», λέει. Ο Οχάννες είναι ο τελευταίος εκπρόσωπος στην οικογενειακή αυτή επιχείρηση που άνοιξε ο πατέρας του, μαθητευόμενος δίπλα σε μάστορα Γερμανό, πριν από 65 χρόνια. Δυσκολεύεται πολύ να βρει νέο μαθητευόμενο. «Εχω ψάξει παντού, άμα επειδή η δουλειά είναι δύσκολη και δε σου δίνει εύκολα χρήματα, ενδιαφέρον δεν έχουνε».
Ακόμη γραφικότερα είναι τα χάνια στις γειτονιές του Μερτζάν και του Ταχτάκαλε, λίγα μέτρα παραπέρα. Οι απότομες ανηφόρες της περιοχής φέρουν τα ονόματα των προϊόντων που πωλούνταν στα εκεί μαγαζιά ή που παρασκευάζονταν στα εργαστήρια. Η περιοχή διατηρεί τη βυζαντινή ρυμοτομία, με τα στενά ανηφορικά δρομάκια να οδηγούν προς τον τότε Φόρο του Ταύρου, τη σημερινή πλατεία Μπέγιαζιτ, μπροστά από τη Σκεπαστή Αγορά.
Ο πιο ενδιαφέρων δρόμος της περιοχής είναι η Τσακματζιλάρ Γιοκουσιού, που από το Ταχτάκαλε ανηφορίζει στο Μερτζάν. Εδώ συναντάς ακόμη τον χαμάλη, τον ταπεινό έμπορο, τον τεχνίτη και τον καφετζή, οι οποίοι συνεχίζουν, σε ασφυκτικά μικρά δωμάτια, έναν τρόπο ζωής που ελάχιστα έχει αλλάξει εδώ και αιώνες. Αλλού πωλούνται ρούχα, αλλού κατσαρολικά, αλλού χρυσαφικά και χάντρες, αλλού είδη προσκυνήματος για τους μουσουλμάνους που θέλουν να πάνε στη Μέκκα. Ολόκληροι δρόμοι είναι γεμάτοι με τις ασύλληπτα κιτς στολές που τα αγόρια φορούν για την τελετή της περιτομής (σουννέτ) και με χαλιά προσευχής.
Επί της Τσακματζιλάρ, στο Μερτζάν, βρίσκεται το Μπουγιούκ Γενί Χαν, το δεύτερο μεγαλύτερο χάνι της πόλης. Από τα ωραιότερα οθωμανικά κτίσματα, είναι ταυτόχρονα πρωτοποριακό για την εποχή του. Η τεράστια μάζα του, σαν τείχος οχυρωματικό στη μία πλευρά του δρόμου, έπρεπε να προσαρμοστεί στη δύσκολη γεωμορφολογία της περιοχής. Βρίσκεται σε μια πλαγιά με απότομη κλίση.
Η λύση του αρχιτέκτονα ήταν να χωρίσει την πρόσοψη σε έξι τμήματα, καθένα θεμελιωμένο σε χαμηλότερο από το προηγούμενο επίπεδο. Ο πρώτος όροφος προεξέχει λίγο του ισογείου και ο δεύτερος του πρώτου. Καθένα από τα έξι τμήματα της πρόσοψης προεξέχει του προηγουμένου και δεν είναι παράλληλο, αλλά σε γωνία με το δρόμο. Ετσι η πρόσοψη δίνει την εντύπωση πέτρινου κύματος που κατηφορίζει το δρόμο.
Πιστεύεται ότι το Μπουγιούκ Γενί Χαν το έχτισε γύρω στο 1764 ένας Αρμένιος αρχιτέκτονας. Διαδραμάτισε καίριο ρόλο στη ζωή της αρμενικής κοινότητας. Εδώ στεγάζονται από αιώνες οι ξακουστοί Αρμένιοι αργυροχόοι και χρυσοχόοι της Πόλης. Στους ορόφους, γύρω από την κεντρική αυλή, λειτουργούν μαγαζιά και εργαστήρια, κυ-ρίως αργυροχοεία, χρυσοχοεία και βιοτεχνίες υφασμάτων.
Κύριοι της πρώτης αυλής είναι οι χαμάληδες, που πηγαινοέρχονται γρήγορα κουβαλώντας στις πλάτες τους ασύλληπτους όγκους, και ο φωνακλάς καφετζής του ισογείου, που είναι λιγότερο άγριος απ' ό,τι σε αφήνει να φανταστείς το σκυθρωπό του μούτρο.
Τα περισσότερα εργαστήρια των δύο ορόφων είναι αργυροχοεία και αρκετά βρίσκονται ακόμη σε αρμένικα χέρια. Σε όλες τις εμπορικές πόλεις της Μικράς Ασίας, όπως και στην Κωνσταντινούπολη, η κοσμηματοποιία ήταν παράδοση και μονοπώλιο των Αρμενίων. «Είμαστε η τελευταία γενιά Αρμενίων κοσμηματοποιών της Πόλης», θα σου πουν όλοι οι τεχνίτες. Υπολογίζουν τον αριθμό τους σε περίπου 150. «Πολλοί από εμάς ξεκινήσαμε από την επαρχία, ήρθαμε εδώ και μαθητεύσαμε δίπλα σε Αρμένιους μαστόρους.
Υπάρχουν πολύ δυσκολότερες δουλειές στα χάνια, όπως αυτή των στιλβωτών, που γυαλίζουν τα ασημικά σε κυλιόμενους κυλίνδρους επενδυμένους με μαλακή τσόχα, αφού τα περάσουν από ειδικά χημικά. Επάγγελμα βρώμικο και ανθυ-γιεινό. Δύο από τους μαστόρους, ο Αλί και ο Ισκεντέρ, κάνουν αυτήν τη δουλειά για δεκαετίες. Κατάγονται από τον Πόντο.
Δεν χρησιμο-ποιούν μάσκα και δουλεύουν σε έναν μικροσκοπικό χώρο όπου τα πάντα είναι σκεπασμένα από παχύ στρώμα μαύρης σκόνης. Ποτέ δεν σκέφτηκαν να αλλάξουν δουλειά. Ο Αλί ζει σε αυτές τις συνθήκες 48 χρόνια!
Στην απέναντι πλευρά του δρόμου βρίσκεται το Μπουγιούκ Βαλιντέ Χαν. Το μεγαλύτερο χάνι της Πόλης έχει υποστεί αρκετές μετατροπές από την εποχή της ανοικοδόμησής του, τον 17ο αιώνα. Πίσω από την κομψή του πρόσοψη εκτείνονται τρεις εσωτερικές αυλές, με τις γύρω πτέρυγες να βρίσκονται σε διάφορα στάδια εγκατάλειψης.
Τα λιγοστά εργαστήρια που απομένουν είναι ραφεία και κάποια χρυσοχοεία. Η στέγη του Μπουγιούκ Βαλιντέ Χαν είναι ένα μέρος βγαλμένο από τον κόσμο των ονείρων. Περπατώντας πάνω της νομίζεις πως βρίσκεσαι σε σκηνικό παραμυθιού ή ταινίας επιστημονικής φαντασίας.
Σειρές τρουλίσκοι, που μοιάζουν φτιαγμένοι από πηλό, ορθώνονται κόντρα στον ουρανό και σε ένα από τα εντυπωσιακότερα πανοράματα της Πόλης. Εδώ κι εκεί, τούφες χορτάρι, που το καλοκαίρι ξανθαίνει και χρυσίζει στον ήλιο, με φόντο τις μορφές των τζαμιών στους γύρω λόφους. Μέχρι πριν από τρία χρόνια σώζονταν κάποιες μισοκατεστραμμένες καμινάδες, που μαζί με τους τρούλους έδιναν στη σκεπή την αλλόκοσμη όψη της. Κάποιο διεστραμμένο μυαλό παρήγγειλε την κατεδάφισή τους...
http://portal.kathimerini.gr